- ἐριουργίας
- ἐριουργίᾱς , ἐριουργίαwool-workingfem acc plἐριουργίᾱς , ἐριουργίαwool-workingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Λιντς — I (Linz). Πόλη (183.904 κάτ. το 2001) της βόρειας Αυστρίας, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Άνω Αυστρίας (βλ. λ. Αυστρία, Άνω). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούναβη, σε υψόμετρο 264 μ., γύρω από τη Χάουπτπλατς και συνδέεται μέσω της γέφυρας… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
Ερ — I (Eure). Νομός (6.040 τ. χλμ., 541.054 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Γαλλίας. Οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό. Ο νομός διασχίζεται από τον Σηκουάνα, στον οποίο εκβάλλουν όλοι οι ποταμοί του νομού. Ο Ε. οφείλει την οικονομική του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Μπρνο — (Brno). Πόλη (379.185 κάτ.) της Τσεχίας, ιστορική πρωτεύουσα της Μοραβίας και πρωτεύουσα της επαρχίας Νότιας Μοραβίας (Γίχομοραβσκι, 15.029 τ. χλμ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή του Σβράτκα με τον Σβίταβα και στην οποία δεσπόζει το φρούριο… … Dictionary of Greek